Σχολείο για τα φαρμακευτικά φυτά . Ένας θησαυρός διεθνούς σημασίας
Στην Ελλάδα απαντά μια εξαιρετικά πλούσια και ξεχωριστή χλωρίδα (>5.700 αυτοφυή είδη), η οποία αναλογεί στο 45%-50% περίπου της ευρωπαϊκής χλωρίδας και στο 80% περίπου της βαλκανικής, ενώ 764 taxa (είδη και υποείδη) περιλαμβάνονται στις λίστες της IUNC (Ιnternational Union for the Conservation of Nature) και χαρακτηρίζονται ως σπάνια, ευάλωτα ή απειλούμενα ενδημικά φυτά της Ελλάδας. Τα σπανιότερα είδη εντοπίζονται κυρίως σε ορεινές περιοχές και σε νησιά. Στην Ελλάδα σε σχέση με την έκτασή της παρατηρείται το υψηλότερο ποσοστό ενδημισμού της Ευρώπης και της Μεσογείου. «Τα φυτά αυτά που εντοπίζονται αποκλειστικά στην Ελλάδα αποτελούν ένα θησαυρό διεθνούς σημασίας, η διατήρηση του οποίου θα ωφελήσει τις μελλοντικές γενεές όχι μόνο της Ελλάδας, αλλά και ολόκληρου του κόσμου». Λόγω της σπανιότητάς τους πολλά ενδημικά της Ελλάδας κινδυνεύουν με εξαφάνιση εξαιτίας των ανθρωπίνων δραστηριοτήτων, μια μεγάλη απώλεια όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά και για ολόκληρο τον κόσμο», σημειώνεται σε ειδική έκθεση της Επιτροπής IUNC για τα Απειλούμενα Φυτά της Ελλάδας.
Ισχυρό πλην όμως αναξιοποίητο χαρτί αποτελεί για την αγροτική ανάπτυξη της χώρας μας η καλλιέργεια φαρμακευτικών φυτών, η οποία θα μπορούσε να προσφέρει διέξοδο σε εγκλωβισμένους στις παραδοσιακές καλλιέργειες και επιδοτήσεις Έλληνες αγρότες. Διαθέτοντας εκπληκτική βιοποικιλότητα και ιδανικές κλιματολογικές συνθήκες η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα να πρωταγωνιστήσει και στις διεθνείς αγορές.
Το φασκόμηλο, η μέντα, το δενδρολίβανο, το χαμομήλι, η καλέντουλα και εκατοντάδες άλλα φυτά που χαρακτηρίζουν την ελληνική ύπαιθρο θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν με συστηματική καλλιέργεια και να προσφέρουν ικανοποιητικά εισοδήματα στους παραγωγούς. Ωστόσο, σήμερα, αν και το ενδιαφέρον βαίνει αυξανόμενο, το ποσοστό που καταλαμβάνουν τα φαρμακευτικά φυτά στις συνολικές καλλιεργούμενες εκτάσεις είναι πολύ μικρό.
Όπως αναφέρει στη “Μ” ο καθηγητής Βιοχημείας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας Δημήτρης Κουρέτας, η νούμερο ένα χώρα στις εξαγωγές στην Ευρώπη είναι σήμερα η Αλβανία με 11.000 τόνους, ενώ η Ελλάδα είναι τελευταία με 900 τόνους. “Οι επιδοτήσεις κατέστρεψαν την αγροτική παραγωγή της χώρας μας. Θα πρέπει όλοι να συνειδητοποιήσουν ότι το μέλλον της δεν είναι στο βαμβάκι και στο σιτάρι”, υπογραμμίζει ο ίδιος.
Ο Δημήτρης Γούσιος, καθηγητής του τμήματος Χωροταξίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, αναφέρει ότι τα ελληνικά φαρμακεία διαθέτουν προϊόντα με βάση φαρμακευτικά φυτά προέλευσης Τουρκίας, Αλβανίας και Σκοπίων, τη στιγμή που η χώρα μας διαθέτει εξαιρετικής ποιότητας βότανα, οι δυνατότητες των οποίων σήμερα μένουν σχεδόν αναξιοποίητες.
“Σχολείο” έστησε το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας
Στο πλαίσιο αυτό, ομάδα καθηγητών του Πανεπιστήμιου Θεσσαλίας, σε συνεργασία με το Εθνικό Ίδρυμα Αγροτικής Έρευνας (ΕΘΙΑΓΕ), πραγματοποιεί εδώ και λίγους μήνες προσπάθεια οργάνωσης της αλυσίδας παραγωγής 30 φαρμακευτικών φυτών και ενημέρωσης των αγροτών. Μάλιστα, έχουν οργανώσει μια ομάδα παραγωγών και τους συντονίζουν, τους ενημερώνουν και τους καθοδηγούν σχετικά με τις εν λόγω καλλιέργειες. “Στην ουσία στήσαμε ένα σχολείο για παραγωγούς, παρέχοντάς τους πανεπιστημιακή εκπαίδευση, πληροφόρηση και την οργάνωση για την καλλιέργεια, τη μεταποίηση και την αγορά των φαρμακευτικών φυτών”, σημειώνει ο κ. Γούσιος, προσθέτοντας ότι επόμενο βήμα θα είναι να ενθαρρύνουν τους παραγωγούς να στήσουν μια μικρή βιοτεχνική μονάδα και να συνεργαστούν με γυναικείους αγροτουριστικούς συνεταιρισμούς για τη διάθεση των προϊόντων τους.
“Επίσης, ήρθαμε σε επαφή με τις τρεις μικρές βιομηχανίες της Θεσσαλίας που μεταποιούν φαρμακευτικά φυτά, για μελλοντική συνεργασία, όπως επίσης και με την εταιρεία Κορρές”, ανέφερε.
Πρώτος στόχος της προσπάθειας που πραγματοποιεί το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας είναι η ανάκτηση της εσωτερικής αγοράς και η επικράτηση των ελληνικών προϊόντων έναντι των τουρκικών, των αλβανικών ή των σκοπιανών που κατακλύζουν σήμερα τα ελληνικά φαρμακεία. Επόμενο βήμα είναι το άνοιγμα και στην εξωτερική αγορά.
Τον προσεχή Ιούνιο το πανεπιστήμιο ετοιμάζει μια μεγάλη ενημερωτική εκδήλωση με τη συμμετοχή -μεταξύ άλλων- ελβετών και γάλλων ειδικών, οι οποίοι θα ενημερώσουν τους παραγωγούς σχετικά με τις τάσεις της διεθνούς αγοράς φαρμακευτικών φυτών.
Η χρήση στη φαρμακευτική
Τα φυτά αποτελούν ιστορικά τη σημαντικότερη πηγή για την ανίχνευση νέων φαρμακευτικών ουσιών παρά την τεράστια πρόοδο που έχει συντελεστεί στη χημική σύνθεση νέων φαρμάκων, αναφέρει ο κ. Κουρέτας. Από τα 520 νέα φάρμακα που εγκρίθηκαν τη δεκαετία 1983-1994, το 39% ήταν φυσικά προϊόντα ή προέρχονταν από φυσικά προϊόντα.
Η χρήση φυσικών συστατικών ως φαρμακευτικών ουσιών παρουσιάζει σημαντικό οικονομικό ενδιαφέρον, καθώς για παράδειγμα το 1999 τα δέκα από τα 20 φάρμακα με τις μεγαλύτερες πωλήσεις στις ΗΠΑ ήταν φυσικής προέλευσης και οι συνολικές πωλήσεις τους ανέρχονταν σε περίπου 16 δισ. ευρώ.
“Η Ελλάδα, λόγω της ιδιομορφίας του κλίματος και του εδάφους, παρουσιάζει μεγάλη ποικιλομορφία στη χλωρίδα της. Τα ελληνικά είδη φυτών που έχουν καταγραφεί ξεπερνούν τα 6.500, από τα οποία τα 1.700 περίπου είναι ενδημικά. Ενώ η Γερμανία με έκταση τριπλάσια της Ελλάδας έχει 2.700 είδη και έξι ενδημικά και η Αγγλία με έκταση διπλάσια έχει 1.550 είδη και 16 ενδημικά. Δηλαδή η Ελλάδα παρουσιάζει ένα συγκριτικό πλεονέκτημα στην καλλιέργεια φαρμακευτικών φυτών”, αναφέρει.
Έντονο ενδιαφέρον για αρωματικά και φαρμακευτικά φυτά
Τα αρωματικά και φαρμακευτικά φυτά καλλιεργούνται από πολύ παλιά για τις φαρμακευτικές, αρωματικές και γευστικές τους ιδιότητες. Βασικό συστατικό τους είναι τα αιθέρια έλαια που περιέχουν, τα οποία έχουν αντιμικροβιακή, τονωτική, αντισηπτική κ.ά. δράση.
Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται έντονο ενδιαφέρον για την καλλιέργεια και τη μεταποίησή τους στη χώρα μας, ενώ παρουσιάζουν μια νέα ελπιδοφόρα καλλιεργητική πρόταση.
Οι λόγοι είναι οι εξής:
- Η χώρα μας, εξαιτίας των εδαφοκλιματικών τις συνθηκών, θεωρείται ιδανική για την καλλιέργειά τους.
- Μπορούν να αξιοποιήσουν πολλές κατηγορίες εδαφών, ακόμη και ορεινών και μειονεκτικών περιοχών.
- Υπάρχει αυξημένη ζήτηση για χρήση τους από εταιρείες διατροφής, αρωματοποιίας καλλυντικών κ.ά., γιατί αντικαθιστούν τις χημικές ουσίες που χρησιμοποιούν με φυσικές.
- Έχουν μικρές απαιτήσεις σε εισροές (φάρμακα, λιπάσματα). Μπορούν να καλλιεργηθούν ή να βιοκαλλιεργηθούν πολύ εύκολα, γιατί δεν προσβάλλονται εύκολα από εχθρούς και ασθένειες.
Στον ελλαδικό χώρο η καλλιέργεια των αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών εντοπίζεται στη Μακεδονία και στη Θράκη (ρίγανη, τσάι του βουνού, γλυκάνισο, μάραθος, κρόκος), στη Θεσσαλία (ρίγανη, τσάι του βουνού, γλυκάνισο), στη Βοιωτία, στην Εύβοια (μάραθος), στη Λέσβο (γλυκάνισο) και στην Κρήτη (δίκταμο). Το 65% των καλλιεργούμενων εκτάσεων µε αρωματικά και φαρμακευτικά φυτά εντοπίζονται κυρίως σε μειονεκτικές περιοχές.
Τα κυριότερα καλλιεργούμενα είδη είναι ο δίκταμος, ο κρόκος, η μέντα, η ρίγανη, το τσάι του βουνού, ο μαραθόσπορος, ο γλυκάνισος. Ο κρόκος καταλαμβάνει την πρώτη θέση σε καλλιεργούμενη έκταση, παρουσιάζοντας µία σταθερότητα ως προς την έκταση και την παραγωγή.
Ως 3.000 ευρώ το στρέμμα
Νέος τομέας, δυναμική και κερδοφόρα καλλιέργεια αποτελεί η ενασχόληση με τα φαρμακευτικά φυτά. Οι δύο καθηγητές επισημαίνουν ότι, αν ο παραγωγός λειτουργεί με επιχειρηματικά κριτήρια, μπορεί να έχει πολύ καλή οικονομική απόδοση, που διαμορφώνεται μεταξύ 500 και 3.000 ευρώ ανά στρέμμα, αναλόγως του φυτού.
Δεδομένου μάλιστα ότι και η στρεμματική τους απόδοση είναι καλή, ένας παραγωγός θα μπορούσε να έχει ένα ικανοποιητικό εισόδημα με μόλις 4-5 στρέμματα.
“Τα ελληνικά φαρμακευτικά προϊόντα θα πρέπει να έχουν ταυτότητα, ονομασία προέλευσης, ώστε να διαθέτουν ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα τόσο στην εγχώρια όσο και στη διεθνή αγορά”, υπογραμμίζει ο κ. Κουρέτας.
Χρήσεις αρωματικών-φαρμακευτικών φυτών
Οι ποιο συνηθισμένες χρήσεις των φαρμακευτικών - αρωματικών φυτών είναι οι εξής:
- Βελτίωση της γεύσης (μπαχαρικά)
- Αφεψήματα για βελτίωση της υγείας
- Χρήση στη μελισσοτροφία (βλέπε θυμαρίσιο μέλι)
- Βιομηχανία τροφίμων
- Καλλωπιστική χρήση (βραχόκηποι, γλάστρες)
- Ζαχαροπλαστική
- Βιομηχανία φαρμάκων-καλλυντικών
- Ποτοποιία
- Αρωματοποιία
Στην Ελλάδα απαντά μια εξαιρετικά πλούσια και ξεχωριστή χλωρίδα (>5.700 αυτοφυή είδη), η οποία αναλογεί στο 45%-50% περίπου της ευρωπαϊκής χλωρίδας και στο 80% περίπου της βαλκανικής, ενώ 764 taxa (είδη και υποείδη) περιλαμβάνονται στις λίστες της IUNC (Ιnternational Union for the Conservation of Nature) και χαρακτηρίζονται ως σπάνια, ευάλωτα ή απειλούμενα ενδημικά φυτά της Ελλάδας. Τα σπανιότερα είδη εντοπίζονται κυρίως σε ορεινές περιοχές και σε νησιά. Στην Ελλάδα σε σχέση με την έκτασή της παρατηρείται το υψηλότερο ποσοστό ενδημισμού της Ευρώπης και της Μεσογείου. «Τα φυτά αυτά που εντοπίζονται αποκλειστικά στην Ελλάδα αποτελούν ένα θησαυρό διεθνούς σημασίας, η διατήρηση του οποίου θα ωφελήσει τις μελλοντικές γενεές όχι μόνο της Ελλάδας, αλλά και ολόκληρου του κόσμου». Λόγω της σπανιότητάς τους πολλά ενδημικά της Ελλάδας κινδυνεύουν με εξαφάνιση εξαιτίας των ανθρωπίνων δραστηριοτήτων, μια μεγάλη απώλεια όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά και για ολόκληρο τον κόσμο», σημειώνεται σε ειδική έκθεση της Επιτροπής IUNC για τα Απειλούμενα Φυτά της Ελλάδας.
Ισχυρό πλην όμως αναξιοποίητο χαρτί αποτελεί για την αγροτική ανάπτυξη της χώρας μας η καλλιέργεια φαρμακευτικών φυτών, η οποία θα μπορούσε να προσφέρει διέξοδο σε εγκλωβισμένους στις παραδοσιακές καλλιέργειες και επιδοτήσεις Έλληνες αγρότες. Διαθέτοντας εκπληκτική βιοποικιλότητα και ιδανικές κλιματολογικές συνθήκες η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα να πρωταγωνιστήσει και στις διεθνείς αγορές.
Το φασκόμηλο, η μέντα, το δενδρολίβανο, το χαμομήλι, η καλέντουλα και εκατοντάδες άλλα φυτά που χαρακτηρίζουν την ελληνική ύπαιθρο θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν με συστηματική καλλιέργεια και να προσφέρουν ικανοποιητικά εισοδήματα στους παραγωγούς. Ωστόσο, σήμερα, αν και το ενδιαφέρον βαίνει αυξανόμενο, το ποσοστό που καταλαμβάνουν τα φαρμακευτικά φυτά στις συνολικές καλλιεργούμενες εκτάσεις είναι πολύ μικρό.
Όπως αναφέρει στη “Μ” ο καθηγητής Βιοχημείας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας Δημήτρης Κουρέτας, η νούμερο ένα χώρα στις εξαγωγές στην Ευρώπη είναι σήμερα η Αλβανία με 11.000 τόνους, ενώ η Ελλάδα είναι τελευταία με 900 τόνους. “Οι επιδοτήσεις κατέστρεψαν την αγροτική παραγωγή της χώρας μας. Θα πρέπει όλοι να συνειδητοποιήσουν ότι το μέλλον της δεν είναι στο βαμβάκι και στο σιτάρι”, υπογραμμίζει ο ίδιος.
Ο Δημήτρης Γούσιος, καθηγητής του τμήματος Χωροταξίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, αναφέρει ότι τα ελληνικά φαρμακεία διαθέτουν προϊόντα με βάση φαρμακευτικά φυτά προέλευσης Τουρκίας, Αλβανίας και Σκοπίων, τη στιγμή που η χώρα μας διαθέτει εξαιρετικής ποιότητας βότανα, οι δυνατότητες των οποίων σήμερα μένουν σχεδόν αναξιοποίητες.
“Σχολείο” έστησε το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας
Στο πλαίσιο αυτό, ομάδα καθηγητών του Πανεπιστήμιου Θεσσαλίας, σε συνεργασία με το Εθνικό Ίδρυμα Αγροτικής Έρευνας (ΕΘΙΑΓΕ), πραγματοποιεί εδώ και λίγους μήνες προσπάθεια οργάνωσης της αλυσίδας παραγωγής 30 φαρμακευτικών φυτών και ενημέρωσης των αγροτών. Μάλιστα, έχουν οργανώσει μια ομάδα παραγωγών και τους συντονίζουν, τους ενημερώνουν και τους καθοδηγούν σχετικά με τις εν λόγω καλλιέργειες. “Στην ουσία στήσαμε ένα σχολείο για παραγωγούς, παρέχοντάς τους πανεπιστημιακή εκπαίδευση, πληροφόρηση και την οργάνωση για την καλλιέργεια, τη μεταποίηση και την αγορά των φαρμακευτικών φυτών”, σημειώνει ο κ. Γούσιος, προσθέτοντας ότι επόμενο βήμα θα είναι να ενθαρρύνουν τους παραγωγούς να στήσουν μια μικρή βιοτεχνική μονάδα και να συνεργαστούν με γυναικείους αγροτουριστικούς συνεταιρισμούς για τη διάθεση των προϊόντων τους.
“Επίσης, ήρθαμε σε επαφή με τις τρεις μικρές βιομηχανίες της Θεσσαλίας που μεταποιούν φαρμακευτικά φυτά, για μελλοντική συνεργασία, όπως επίσης και με την εταιρεία Κορρές”, ανέφερε.
Πρώτος στόχος της προσπάθειας που πραγματοποιεί το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας είναι η ανάκτηση της εσωτερικής αγοράς και η επικράτηση των ελληνικών προϊόντων έναντι των τουρκικών, των αλβανικών ή των σκοπιανών που κατακλύζουν σήμερα τα ελληνικά φαρμακεία. Επόμενο βήμα είναι το άνοιγμα και στην εξωτερική αγορά.
Τον προσεχή Ιούνιο το πανεπιστήμιο ετοιμάζει μια μεγάλη ενημερωτική εκδήλωση με τη συμμετοχή -μεταξύ άλλων- ελβετών και γάλλων ειδικών, οι οποίοι θα ενημερώσουν τους παραγωγούς σχετικά με τις τάσεις της διεθνούς αγοράς φαρμακευτικών φυτών.
Η χρήση στη φαρμακευτική
Τα φυτά αποτελούν ιστορικά τη σημαντικότερη πηγή για την ανίχνευση νέων φαρμακευτικών ουσιών παρά την τεράστια πρόοδο που έχει συντελεστεί στη χημική σύνθεση νέων φαρμάκων, αναφέρει ο κ. Κουρέτας. Από τα 520 νέα φάρμακα που εγκρίθηκαν τη δεκαετία 1983-1994, το 39% ήταν φυσικά προϊόντα ή προέρχονταν από φυσικά προϊόντα.
Η χρήση φυσικών συστατικών ως φαρμακευτικών ουσιών παρουσιάζει σημαντικό οικονομικό ενδιαφέρον, καθώς για παράδειγμα το 1999 τα δέκα από τα 20 φάρμακα με τις μεγαλύτερες πωλήσεις στις ΗΠΑ ήταν φυσικής προέλευσης και οι συνολικές πωλήσεις τους ανέρχονταν σε περίπου 16 δισ. ευρώ.
“Η Ελλάδα, λόγω της ιδιομορφίας του κλίματος και του εδάφους, παρουσιάζει μεγάλη ποικιλομορφία στη χλωρίδα της. Τα ελληνικά είδη φυτών που έχουν καταγραφεί ξεπερνούν τα 6.500, από τα οποία τα 1.700 περίπου είναι ενδημικά. Ενώ η Γερμανία με έκταση τριπλάσια της Ελλάδας έχει 2.700 είδη και έξι ενδημικά και η Αγγλία με έκταση διπλάσια έχει 1.550 είδη και 16 ενδημικά. Δηλαδή η Ελλάδα παρουσιάζει ένα συγκριτικό πλεονέκτημα στην καλλιέργεια φαρμακευτικών φυτών”, αναφέρει.
Έντονο ενδιαφέρον για αρωματικά και φαρμακευτικά φυτά
Τα αρωματικά και φαρμακευτικά φυτά καλλιεργούνται από πολύ παλιά για τις φαρμακευτικές, αρωματικές και γευστικές τους ιδιότητες. Βασικό συστατικό τους είναι τα αιθέρια έλαια που περιέχουν, τα οποία έχουν αντιμικροβιακή, τονωτική, αντισηπτική κ.ά. δράση.
Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται έντονο ενδιαφέρον για την καλλιέργεια και τη μεταποίησή τους στη χώρα μας, ενώ παρουσιάζουν μια νέα ελπιδοφόρα καλλιεργητική πρόταση.
Οι λόγοι είναι οι εξής:
- Η χώρα μας, εξαιτίας των εδαφοκλιματικών τις συνθηκών, θεωρείται ιδανική για την καλλιέργειά τους.
- Μπορούν να αξιοποιήσουν πολλές κατηγορίες εδαφών, ακόμη και ορεινών και μειονεκτικών περιοχών.
- Υπάρχει αυξημένη ζήτηση για χρήση τους από εταιρείες διατροφής, αρωματοποιίας καλλυντικών κ.ά., γιατί αντικαθιστούν τις χημικές ουσίες που χρησιμοποιούν με φυσικές.
- Έχουν μικρές απαιτήσεις σε εισροές (φάρμακα, λιπάσματα). Μπορούν να καλλιεργηθούν ή να βιοκαλλιεργηθούν πολύ εύκολα, γιατί δεν προσβάλλονται εύκολα από εχθρούς και ασθένειες.
Στον ελλαδικό χώρο η καλλιέργεια των αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών εντοπίζεται στη Μακεδονία και στη Θράκη (ρίγανη, τσάι του βουνού, γλυκάνισο, μάραθος, κρόκος), στη Θεσσαλία (ρίγανη, τσάι του βουνού, γλυκάνισο), στη Βοιωτία, στην Εύβοια (μάραθος), στη Λέσβο (γλυκάνισο) και στην Κρήτη (δίκταμο). Το 65% των καλλιεργούμενων εκτάσεων µε αρωματικά και φαρμακευτικά φυτά εντοπίζονται κυρίως σε μειονεκτικές περιοχές.
Τα κυριότερα καλλιεργούμενα είδη είναι ο δίκταμος, ο κρόκος, η μέντα, η ρίγανη, το τσάι του βουνού, ο μαραθόσπορος, ο γλυκάνισος. Ο κρόκος καταλαμβάνει την πρώτη θέση σε καλλιεργούμενη έκταση, παρουσιάζοντας µία σταθερότητα ως προς την έκταση και την παραγωγή.
Ως 3.000 ευρώ το στρέμμα
Νέος τομέας, δυναμική και κερδοφόρα καλλιέργεια αποτελεί η ενασχόληση με τα φαρμακευτικά φυτά. Οι δύο καθηγητές επισημαίνουν ότι, αν ο παραγωγός λειτουργεί με επιχειρηματικά κριτήρια, μπορεί να έχει πολύ καλή οικονομική απόδοση, που διαμορφώνεται μεταξύ 500 και 3.000 ευρώ ανά στρέμμα, αναλόγως του φυτού.
Δεδομένου μάλιστα ότι και η στρεμματική τους απόδοση είναι καλή, ένας παραγωγός θα μπορούσε να έχει ένα ικανοποιητικό εισόδημα με μόλις 4-5 στρέμματα.
“Τα ελληνικά φαρμακευτικά προϊόντα θα πρέπει να έχουν ταυτότητα, ονομασία προέλευσης, ώστε να διαθέτουν ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα τόσο στην εγχώρια όσο και στη διεθνή αγορά”, υπογραμμίζει ο κ. Κουρέτας.
Χρήσεις αρωματικών-φαρμακευτικών φυτών
Οι ποιο συνηθισμένες χρήσεις των φαρμακευτικών - αρωματικών φυτών είναι οι εξής:
- Βελτίωση της γεύσης (μπαχαρικά)
- Αφεψήματα για βελτίωση της υγείας
- Χρήση στη μελισσοτροφία (βλέπε θυμαρίσιο μέλι)
- Βιομηχανία τροφίμων
- Καλλωπιστική χρήση (βραχόκηποι, γλάστρες)
- Ζαχαροπλαστική
- Βιομηχανία φαρμάκων-καλλυντικών
- Ποτοποιία
- Αρωματοποιία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου