Μέσα στη δίνη της κρίσης και τη γενικευμένη εκποίηση, λίγοι παρατήρησαν ότι τα σκουπίδια μας, όπως και αλλά δημόσια αγαθά μπήκαν στο στόχαστρο εθνικών και υπερεθνικών εργολάβων και ομίλων. Ακόμη πιο λίγοι συνειδητοποιούν ότι τα σκουπίδια είναι υλικά για τα οποία πληρώνουμε τέσσερις φορές:
- πληρώνουμε όταν τα αγοράζουμε,
- πληρώνουμε επιπλέον μέσα στην τιμή αγοράς τους για να ανακυκλωθούν,
- ξαναπληρώνουμε στον Δήμο ένα κόστος ανακύκλωσης μέσω των δημοτικών τελών
- και τελικά επειδή ανακύκλωση δεν γίνεται ή γίνεται με πολύ χαμηλά ποσοστά, πληρώνουμε για μια ακόμη φορά για να τα πετάξουμε όλα μαζί.
Από το 2001 που ξεκίνησαν τα συστήματα ανακύκλωσης, τα στοιχεία που αφορούν τα τέλη που εισπράττονται, τα ποσά που αποδίδονται και τα ποσοστά της ανακύκλωσης, παραμένουν αμφίβολα. Έτσι εν τέλει, όχι μόνο σπαταλάμε πολύτιμους φυσικούς πόρους, αλλά δημιουργούμε και σοβαρές περιβαλλοντικές επιπτώσεις.
Θεωρητικά, η νομοθεσία αναγνωρίζει αυτή την αξία. Όπως ξέρουμε σύμφωνα και με την ευρωπαϊκή και με την ελληνική νομοθεσία τα σκουπίδια πρέπει να αξιοποιηθούν ώστε να εξοικονομήσουμε πρώτες ύλες και ενέργεια. Ενσωματώθηκε στην εθνική νομοθεσία (ν. 4042/2012) η οδηγία 2008/98/ΕΚ, που έχει στον πυρήνα της τη βασική «δέσμευση» της ιεράρχησης στη διαχείριση των απορριμμάτων, που όλοι επικαλούνται: πρόληψη, επαναχρησιμοποίηση, ανακύκλωση, ανάκτηση, απόρριψη.
Όμως υπάρχουν βασικές προϋποθέσεις που συχνά «ξεχνιούνται»: